Αθήνα 24 Νοεμβρίου 2017
Οι πρόσφατες
κυβερνητικές προτάσεις στραγγαλίζουν την Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
Συναδέλφισσες και συνάδελφοι
Η πολιτική
ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, από την έναρξη του τρέχοντος σχολικού έτους,
ακολούθησε μία συνειδητή πολιτική
επιλογή υλοποίησης των μνημονικών δεσμεύσεων που έχει υιοθετήσει και
παράλληλα της ουσιαστικής απαξίωσης του κλάδου μας και της ομοσπονδίας.
Καταρχάς,
εφάρμοσε μία απαράδεκτη πολιτική διαχείρισης για το υφιστάμενο εκπαιδευτικό προσωπικό. Αφού υπηρέτησε με απόλυτη συνέπεια τις
επιταγές των δανειστών μας για μηδενικούς διορισμούς στην εκπαίδευση και
υλοποίησε στην ουσία για δεύτερο συνεχές
έτος το «Αμετάθετο», των καθηγητών συνέχισε τις αντιεκπαιδευτικές της
παρεμβάσεις και τους ερασιτεχνισμούς, με την εξοργιστική «άρνηση» αποσπάσεων
επί υπαρκτών λειτουργικών κενών. Με τρόπο αλαζονικό και αναιτιολόγητο, την
επομένη της άρνησης του δικαιώματος απόσπασης
σε εκατοντάδες συναδέλφους διόριζε συναδέλφους αναπληρωτές προκαλώντας
σχόλια για όργιο ρουσφετολογικών
διευκολύνσεων στις προσλήψεις των
Αναπληρωτών. Είναι απαράδεκτο οι προσλήψεις των αναπληρωτών να διεκπεραιώνονται
χωρίς οιονδήποτε έλεγχο διαφάνειας και
με άρνηση κοινοποίησης των λειτουργικών
κενών που έστελναν οι Περιφερειακοί Δ/ντες Εκπαίδευσης στον Αιρετό της παράταξής μας στο ΚΥΣΔΕ.
Κατόπιν, παρά
τις εξαγγελίες για κατάργηση του Π.Δ 152/2013, προχώρησε στην αξιολόγηση των
εκπαιδευτικών, που πρόσκαιρα ασκούν διοικητικό έργο, αξιολογώντας στην
πραγματικότητα τους συναδέλφους εκπαιδευτικούς ως διοικητικούς.
Αρνήθηκε
επίσης να απαντήσει σε σειρά ερωτημάτων που τέθηκαν από την Ομοσπονδία και
αφορούσαν το Νέο Λύκειο και το Νέο Σύστημα Πρόσβασης στα ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Είναι προφανές
ότι ο Υπουργός, ακολουθώντας την
επικοινωνιακή τακτική άλλων προκατόχων του, επιλέγει την εξαγγελία αλλαγής του
Συστήματος Πρόσβασης στην Ανώτατη εκπαίδευση
αντί να ασχοληθεί με τα τεράστια προβλήματα που ταλαιπωρούν την εκπαίδευση. Παράλληλα επιχειρείται η
επιβολή ενός καθαρά εξεταστικού συστήματος, το οποίο θα υποβαθμίζει μορφωτικά
το Λύκειο. Εμμένει στην άποψη του για
ένα επιλεκτικό Λύκειο, με μικρό κορμό μαθημάτων. Ένα Λύκειο-εξεταστικό κέντρο,
με διπλές Πανελλαδικές Εξετάσεις (Ιανουαρίου και Ιουνίου), με επιστράτευση
εξωτερικών αξιολογητών για τα γραπτά των μαθητών, την καθιέρωση ερευνητικών
εργασιών, οι οποίες θα υπολογίζονται για την είσοδο στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
και προσμέτρηση του βαθμού των απολυτηρίων εξετάσεων.
Είναι
πασιφανές ότι η εφαρμογή αυτού του συστήματος θα οδηγήσει σε νέες συγχωνεύσεις
των σχολικών μονάδων και σε υποχρεωτικές μετακινήσεις εκπαιδευτικών, αφού
είναι βέβαιο ότι παρά πολλά επιλεγόμενα μαθήματα δε θα μπορούν να διδαχτούν,
ιδιαίτερα στα μικρά σχολεία, γιατί δε θα συμπληρώνεται ο απαιτούμενος ελάχιστος
αριθμός μαθητών για τη δημιουργία τμήματος.
Η πολιτική
ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας απαξιώνει εντέχνως το θεσμό των Πανελλαδικών
Εξετάσεων. Σε ένα κατά γενική ομολογία απολύτως αξιόπιστο, αδιάβλητο και
αντικειμενικό υφιστάμενο σύστημα πρόσβασης για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, αντιπροτείνει ένα μοντέλο που χαρακτηρίζεται
από την βαθμοθηρία και τις αυξημένες εξετάσεις. Οι συνέπειες αυτής της επιλογής είναι η άσκηση εξοντωτικής
πίεσης σε μαθητές, γονείς και
εκπαιδευτικούς. Η παραπαιδεία όχι μόνο δε θα πληγεί, αλλά θα γιγαντωθεί.
Εξαιτίας της απουσίας σοβαρής
επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών και σοβαρών ελλείψεων σε υλικοτεχνική
υποδομή στις σχολικές μονάδες είναι
ορατός ο κίνδυνος «βιομηχανίας παραγωγής» ερευνητικών εργασιών από ιδιώτες
,στις οποίες φυσικά δεν θα έχουν πρόσβαση οι μαθητές ασθενών οικονομικά
οικογενειών.
Με την πρωτοφανή επιπολαιότητα της πρότασης για
διαχωρισμό των μαθημάτων της τρίτης Λυκείου σε εξεταζόμενα και μη, δίνεται
εσφαλμένα η εντύπωση στους μαθητές για απαράδεκτη διάκριση των μαθημάτων σε πρωτεύοντα
και δευτερεύοντα. Την πρόταση δεν συνοδεύει καμία επιστημονική τεκμηρίωση για
την προτεινόμενη μέθοδο εξέτασης για κάθε μάθημα. Η βασική αιτία που
επέβαλλε την συγκεκριμένη πρόταση είναι η συμμόρφωση στις εντολές του ΟΟΣΑ για
να προσεγγιστεί ο μέσος όρος του χρόνου
διδασκαλίας .
Όσον αφορά την
σχέδιο για μια νέα δομή της εκπαίδευσης,
είναι πασιφανές ότι η πολιτική ηγεσία
επιχειρεί να υλοποιήσει επιτέλους το σχέδιο «Διαμαντοπούλου»,
υπακούοντας έτσι στις μνημονιακές της
δεσμεύσεις για μείωση του συνολικού αριθμού των εκπαιδευτικών στη Δευτεροβάθμια
και την Διοικητικής ενοποίηση Πρωτ/θμιας
και Δευτ/θμιας . Εκεί αποσκοπούν οι αναποτελεσματικές συγχωνεύσεις
εκπαιδευτικών δομών (ΚΕΣΥΠ, ΚΕΔΔΥ, ΣΣΝ, ΠΛΗΝΕΤ κ.α) και τα περί αντιθέτου
επιχειρήματα του Υπουργείου Παιδείας είναι «προφάσεις εν αμαρτίαις». Επανεισάγεται ως πρόταση η δομή των ομάδων
σχολείων, που πρωτοεμφανίστηκε επί Υπουργίας Διαμαντοπούλου και βασικό στόχο
είχε την ουσιαστική κατάργηση της
«οργανικότητας» και την «ελαστική διαχείριση» του εκπαιδευτικού
δυναμικού εντός μιας ομάδας σχολείων.
Επιβάλλεται η
αυτοαξιολόγηση της εκπαιδευτικής μονάδας, η οποία μετονομάζεται σε αποτίμηση
του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας. Είναι γεγονός ότι η
αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας είναι θέση του κλάδου, ψηφισμένη στο 8ο
Συνέδριο της ΟΛΜΕ. Όμως με την προτεινόμενη ρύθμιση δίνεται η δυνατότητα στους
Συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων και στους εκπροσώπους των Δήμων να παρεμβαίνουν
σε μία καθαρά εκπαιδευτική διαδικασία. Πρόκειται
για μία ξεκάθαρη αλλοίωση της θέσης της ΟΛΜΕ, η οποία παραποιείται με απαράδεκτο τρόπο.
Η
επιχειρούμενη αλλαγή της εκπαιδευτικής ιεραρχίας με την κατάργηση των Σχολικών
Συμβούλων και την καθιέρωση Περιφερειακών Συντονιστών ανά κλάδο δημιουργεί
επίσης δικαιολογημένες ανησυχίες. Η κυβέρνηση προκειμένου να συγκαλύψει τις
ευθύνες της για τα προβλήματα που ταλαιπωρούν τα δημόσια σχολεία φαίνεται ότι
μεθοδεύει τον εξοβελισμό της Εκπαίδευσης
από τον στενό Δημόσιο τομέα και την παράδοσή της στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αυτό φυσικά δεν γίνεται για την
εκπαιδευτική ελευθερία που ευαγγελίζονται αλλά στόχο έχουν την γενίκευση των
ελαστικών σχέσεων εργασίας στην εκπαίδευση και την μεταφορά ευθυνών της υποβάθμισης σχολικών μονάδων στις
τοπικές κοινωνίες και τους Συλλόγους Διδασκόντων.
Εκείνο που
απαιτείται άμεσα είναι να αρχίσει ουσιαστική συζήτηση για ένα σύστημα επιλογής
Στελεχών της Εκπαίδευσης αδιάβλητο και αξιοκρατικό. Χωρίς τις παθογένειες του
παρελθόντος και μακριά από το πρόσφατο
αμαρτωλό παρελθόν της κυβέρνησης στην
υπόθεση της επιλογής Διευθυντών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και Διευθυντών
Σχολικών Μονάδων.
Συναδέλφισσες
και συνάδελφοι
Η ΔΑΚΕ
Καθηγητών Δ.Ε με αίσθημα ευθύνης και με
γνώμονα το συμφέρον της εκπαίδευσης και
του κλάδου, θα παρέμβει άμεσα έτσι ώστε να αποτραπούν οι τυχόν
δυσάρεστες εξελίξεις. Καλούμε
επίσης τους συναδέλφους να βρίσκονται σε
εγρήγορση και να συμμετέχουν μαζικά στις εκλογοαπολογιστικές συνελεύσεις και
τις δράσεις των ΕΛΜΕ. Η παρούσα περίοδος είναι κρίσιμη.
Ε.Ε. της ΔΑΚΕ Καθηγητών Δ.Ε.